- πενταπάλαιστος
- πεντα-πάλαιστος [pron. full] [πᾰ], ον,A five handbreadths wide, long, etc., X.Cyn. 9.14, 10.3 ; cf. πεντεπάλαστος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενταπάλαιστος — και πενταπάλαστος και πεντεπάλαστος και πεντεπάλαιστος, ον, Α αυτός που έχει πλάτος ή μήκος πέντε παλαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πεντε + παλαστή / παλαιστή «παλάμη» (πρβλ. τρι πάλα[ι]στος)] … Dictionary of Greek
πεντεπάλαστον — πενταπάλαιστος five handbreadths wide masc/fem acc sg πενταπάλαιστος five handbreadths wide neut nom/voc/acc sg πεντεπάλαστος masc/fem acc sg πεντεπάλαστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεπαλάστους — πενταπάλαιστος five handbreadths wide masc/fem acc pl πεντεπάλαστος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πενταπαλαιστιαίος — αία, ον, Α ο πενταπάλαιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενταπάλαιστος + κατάλ. ιαίος*] … Dictionary of Greek
πεντεπάλαστος — ον, Α βλ. πενταπάλαιστος … Dictionary of Greek